The far-right violence of the german Reunification – 2 October 1990

Organizer: Kamioneta Publications | Speaker: contributor of the original German version

This is the translation of the research work published in 2021 by the Zweiteroktober90 Initiative, originally entitled “Die Gewalt der Vereinigung”, which deals with far-right violence during the reunification of the two Germanies and on the anniversaries since then. The Zweiteroktober90 Initiative consists of comrades with current active political activity in areas of the former East Germany. Before the first print edition they created an online archive with all the material they collected: zweiteroktober90.de

“This publication is the result of our research into the history of far-right violence on the day of the so-called Reunification. During conversations with squatters from Thuringia in the 1990s, we found that neo-Nazis attacked squatters in Jena, Weimar and Erfurth on the night of October 2-3, 1990. In 2020 we went into further research and found that the night before the national holiday, celebrated by millions of Germans, was a night of mass violence. Left-wing, immigrant and BiPoC people all over the country were forced to defend themselves and their homes from right-wing and neo-Nazis. In many cities, the police and authorities let their attackers act undisturbed and the perpetrators suffered no serious legal consequences. In sharp contrast to their absence that day, the Berlin police were assigned exactly one day later to attack and violently suppress the demonstration against the reunification of Germany.

Based on our research, we created the online archive “zweiteroktober90 – The Violence of Reunification” and published it in September 2020, shortly before the thirtieth anniversary of the reunification of the two German states. In this way, we were able to contribute to the debate on the day of reunification in the narrow sense and to the debate on the process of reunification in the broader sense. In the following months, we deepened our research, completed the archive and edited this publication. During these it became clear to us that other anniversaries of Reunification, notably those of 1991 and 2015, were accompanied by numerous arson attacks on refugee shelters.

This publication includes articles from both invited authors and extracts from our own electronic archive. The guest authors examine various aspects of right-wing and racist violence after 1945, both in the German Democratic Republic, DDR (Deutsche Demokratische Republik, DDR), and the Federal Republic of Germany, BDR (Bundesrepublik Deutschland, BRD), and after the 1990 Reunification. Their reports focus on the politics of memory, the work of memory initiatives and personal recollections of events around and after 1990. The articles follow the chronological order of events and engage in a critical review of the history of the two Germanies, focusing on the racist, anti-Semitic and right-wing extremist ideological currents that emerged in recent history. These ideologies are often not recognized as a threat by the majority of the population, despite the fact that they give rise to brutal violence.”

The publication, according to Kamioneta’s way, after covering the printing costs, will support a movement’s cause: the legal and other costs of the case of persecuted antifascists accused by the German and Hungarian state as members of an “international terrorist antifascist network”. Recently, after the Budapest attacks and the subsequent prosecutions, the authorities claimed that the same “criminal organisation” was behind the Budapest events.

More information on the cases mentioned:

www.soli-antifa-ost.org | Antifa Ost – Verfahren
www.basc.news | Budapest Antifascist Solidarity Comittee


Περί των διώξεων για την υπόθεση Antifa Ost – Verfahren

Στην ανατολική Γερμανία, ήδη από τη δεκαετία του 1980, αναπτύσσονται αγώνες ενάντια στους νεοναζί. Η αντίσταση αποδεικνύεται πολύπλευρη. Περιλαμβάνει διαδηλώσεις και ευρείες ειρηνικές κινητοποιήσεις, μαζική πολιτική ανυπακοή και μπλοκαρίσματα φασιστικών πορειών. Επίσης, περιλαμβάνει έρευνες για τις δομές και τους αρχηγούς των νεοναζί, αλλά και στοχευμένες μαχητικές επιθέσεις σε αυτές και αυτούς. Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων, το κράτος εφαρμόζει τις προσφιλείς του πρακτικές: παρακολουθεί, καταδιώκει, καταδικάζει, ενώ περιστασιακά στέλνει κόσμο και στη φυλακή. Από το 2020, ωστόσο, βιώνουμε μια κρατική επίθεση εναντίον του κινήματός μας, όπως δεν την είχαμε γνωρίσει μέχρι τότε.
Οι αρχές, κυρίως μέσω της ειδικής επιτροπής Λύνξ [Linx] της Εγκληματικής Υπηρεσίας της Σαξονίας, ισχυρίζονται ότι πίσω από τη μαχητική αντίσταση βρίσκεται μια «εγκληματική οργάνωση», σύμφωνα με το άρθρο 129 του γερμανικού Ποινικού Κώδικα. Μάλιστα, εκκίνησαν μια πολιτική έρευνα και μια ποινική διαδικασία εναντίον μιας δήθεν ομάδας αντιφασιστ(ρι)ών, την υπόθεση «Αντίφα στην Ανατολική Γερμανία» [Antifa Ost – Verfahren]. Από το 2020, η αστυνομία παρακολουθεί εκτενώς συντρόφισσες, πραγματοποιεί συνεχώς εφόδους στα σπίτια τους και έχει συλλάβει αρκετούς από αυτούς.
Η πρώτη σύλληψη αφορούσε στη Λίνα, η οποία συνελήφθη τον Νοέμβριο του 2020 και παρέμεινε προφυλακισμένη μέχρι και τον Μάιο του 2023 στις γυναικείες φυλακές του Κέμνιτζ [Frauen-JVA Chemnitz]. Τον Σεπτέμβριο του 2022 ξεκίνησε η ποινική διαδικασία εναντίον της, καθώς και κατά τριών συγκατηγορουμένων σε ειδικό τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου της Δρέσδης. Τους καταλογίστηκαν πολλές επιθέσεις, συγκεκριμένα εναντίον της ένοπλης νεοναζιστικής σκηνής στο Άιζεναχ [Eisenach] και σε αρχηγούς της οργανωμένης νεοναζιστικής σκηνής στη Λειψία και το Βούρτζεν [Wurzen]. Κατηγορήθηκαν, επίσης, ότι σχεδίαζαν επίθεση σε έναν εξέχοντα νεοναζί αθλητή πολεμικών τεχνών. Μερικοί από τους θιγόμενους νεοναζί είχαν προηγουμένως οι ίδιοι, επιτεθεί βίαια σε αριστερές και αντιφασίστες. Επιπλέον, απαγγέλθηκαν κατηγορίες σε βάρος των συντροφισσών-ων μας για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, ένας πρώην σύντροφος αποφάσισε να συνεργαστεί με τις αρχές και να καταθέσει ως μάρτυρας κατηγορίας εναντίον των αντιφασιστ(ρι)ών. Ο εν λόγω μάρτυρας είναι ο Γιοχάνες Ντομχέφερ [Johannes Domhöver], ο οποίος είχε προηγουμένως απομονωθεί από το κίνημα λόγω κατηγοριών για βιασμό και είχε μετακομίσει στην Πολωνία, όπου και αποφάσισε να συνεργαστεί με τις αρχές. Εκεί, σύμφωνα με πληροφορίες, δέχθηκε πιέσεις από πολωνούς νεοναζί. Τελικά, η Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος της γερμανικής Εσωτερικής Μυστικής Υπηρεσίας κατάφερε να τον προσεγγίσει. Ο Γιοχάνες Ντομχέφερ φέρεται να είχε επαφές με την Υπηρεσία καθώς και με τις αστυνομικές αρχές και τελικά κατέθεσε ως βασικός μάρτυρας κατηγορίας στην υπόθεση «Αντίφα στην Ανατολική Γερμανία».
Η διαδικασία ολοκληρώθηκε έπειτα από ενάμιση χρόνο, στις 31 Μαΐου 2023. Η Λίνα καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης πέντε ετών και τριών μηνών ως αρχηγικό μέλος της «εγκληματικής οργάνωσης», με τον χρόνο προφυλάκισης να συνυπολογίζεται στην ποινή. Αφέθηκε προσωρινά ελεύθερη υπό περιοριστικούς όρους. Οι συγκατηγορούμενές-οί της καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης δύο ετών και πέντε μηνών, τριών ετών και τριών ετών και τριών μηνών αντίστοιχα. Η απόφαση αυτή αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα στοχευμένης ποινικής καταστολής, βάσει της οποίας το κράτος στοχοποιεί συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες ως «εχθρούς», τούς ασκεί διώξεις και τούς επιβάλλει δυσανάλογες και εξοντωτικές ποινές. Ο μοναδικός ισχυρισμός εις βάρος ενός εκ των κατηγορουμένων ήταν, ότι φέρεται να είχε δανείσει το αυτοκίνητό του στον Γιοχάνες Ντομχέφερ, το οποίο ο τελευταίος στη συνέχεια χρησιμοποίησε σε μία επίθεση. Ο ίδιος ο Ντομχέφερ κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος δεν γνώριζε για ποιο σκοπό επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί το όχημα. Παρ’ όλα αυτά, το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο για υποστήριξη «εγκληματικής οργάνωσης». Η απόφαση επικυρώθηκε στις 19 Μαρτίου 2025 από το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας, ένα από τα ανώτατα δικαστικά όργανα της χώρας. Η Λίνα καλείται σύντομα να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής της, ενώ και οι τρεις συγκατηγορούμενές-οί της πρόκειται, επίσης, να οδηγηθούν στη φυλακή.
Η υπόθεση «Αντίφα στην Ανατολική Γερμανία» συνεχίζεται και μετά την πρώτη καταδικαστική απόφαση. Το κράτος υποστηρίζει ότι υπάρχουν και άλλα μέλη της οργάνωσης που πρέπει να διωχθούν ποινικά. Τον Οκτώβριο του 2024 συνελήφθη ο αντιφασίστας και διεθνιστής Τόμας στο Βερολίνο και από τότε κρατείται στη φυλακή στο Μοαμπίτ [Moabit] του Βερολίνου. Μετά από μια εκτεταμένη δημόσια καταδίωξη, με μεγάλες αφίσες και ανακοινώσεις σε σταθμούς τρένων και άλλους δημόσιους χώρους, καθώς και με ένα χρηματικό έπαθλο ύψους 10.000 ευρώ, συνελήφθη ο αντιφασίστας Γιόχαν τον Νοέμβριο του 2024, έπειτα από μερικά χρόνια στην παρανομία. Από τότε κρατείται στη φυλακή της Δρέσδης. Ο Τομπίας, ο οποίος είχε φυλακιστεί στη Βουδαπέστη από το Φεβρουάριο του 2023 έως τον Δεκέμβριο του 2024, κατηγορούμενος για επιθέσεις εναντίον νεοναζί, μετά την έκτιση της ποινής του, απελάθηκε στη Γερμανία και από τότε κρατείται στη φυλακή του Μπούργκ [Burg]. Και οι τρεις κατηγορούνται ότι ήταν μέλη της «εγκληματικής οργάνωσης» που φέρεται να είχε ιδρύσει η Λίνα και τώρα περιμένουν τη δική τους δίκη. Αν η Λίνα και οι συγκατηγορούμενές-οί της εκτίσουν τις ποινές τους, συνολικά επτά αντιφασίστ(ρι)ες θα βρίσκονται στη φυλακή μόνο για αυτήν την υπόθεση.
Η υπόθεση «Αντίφα στην Ανατολική Γερμανία» αποτελεί σημείο καμπής στην κρατική αντιμετώπιση του αντιφασιστικού κινήματος. Μέχρι σήμερα, μόνο ένοπλες οργανώσεις, όπως οι οργανώσεις αντάρτικου πόλης των δεκαετιών του ’70 και ’80 ή οργανώσεις όπως η βασκική ΕΤΑ και το κουρδικό PKK είχαν διωχθεί ως τρομοκρατικές οργανώσεις βάσει των άρθρων 129α και 129β του Ποινικού Κώδικα. Αντιθέτως, μη ένοπλοι σχηματισμοί, όπως το αντιφασιστικό κίνημα, αν και υπέστησαν παρακολουθήσεις και έρευνες ως «εγκληματικές οργανώσεις» με βάση το άρθρο 129, ωστόσο δεν οδηγήθηκαν σε καταδικαστικές αποφάσεις ή φυλακίσεις ως τέτοιες. Η υπόθεση «Αντίφα στην Ανατολική Γερμανία» μετατοπίζει αυτή την πρακτική αρκετά βήματα πιο μπροστά, καθώς για πρώτη φορά καταδικάζονται αντιφασίστριες-ες με την κατηγορία σύστασης εγκληματικής οργάνωσης. Αυτό δημιουργεί σοβαρές ενδείξεις ότι στο μέλλον θα αυξηθεί ο αριθμός των κρατουμένων που προέρχονται από τα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα.
Ήδη αυτό φαίνεται και στην υπόθεση της Βουδαπέστης. Έπειτα από επιθέσεις εναντίον νεοναζί στη διάρκεια των ακροδεξιών εκδηλώσεων για την Ημέρα Τιμής στη Βουδαπέστη, τον Φεβρουάριο του 2023, οι ουγγρικές και γερμανικές αρχές ξεκίνησαν κοινή έρευνα και ποινική δίωξη εναντίον αρκετών αντιφασιστ(ρι)ών, με κατηγορίες τόσο για επιθέσεις όσο και για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Η απειλή επιβολής ποινών έως και 24 ετών φυλάκισης στην Ουγγαρία, σε συνδυασμό με τον κίνδυνο έκδοσης, οδήγησε αρκετά άτομα στην παρανομία. Αυτή τη στιγμή, δώδεκα συντρόφισσες-οι βρίσκονται στη φυλακή στην Ουγγαρία, τη Γερμανία και τη Γαλλία. Δύο άτομα από τη Γερμανία και την Ιταλία παραμένουν ακόμα στην παρανομία. Άλλα άτομα κατηγορούνται. Οι πρώτες δίκες έχουν ήδη ξεκινήσει. Οι Αρχές υποστηρίζουν, μάλιστα, ότι πίσω από τις επιθέσεις στη Βουδαπέστη βρίσκεται η ίδια «εγκληματική οργάνωση» που φέρεται να ίδρυσε η Λίνα.

Ούτε σπιθαμή για τους φασίστες! Ελευθερία σε όλες-ους τις-ους φυλακισμένες-ους αντιφασίστριες-ες!

Περισσότερες πληροφορίες για τις αναφερόμενες υποθέσεις:
www.soli-antifa-ost.org | Antifa Ost – Verfahren
www.basc.news | Budapest Antifascist Solidarity Comittee


Εισαγωγή των εκδόσεων Καμιονέτα

Ήδη από τις αρχές τις δεκαετίας του ’80, η ελληνόφωνη βιβλιογραφία εμπλουτίζεται με μεταφράσεις σχετικά με τις ιδέες, τις πρακτικές και τους αγώνες που εμπλέκονται οι Ριζοσπάστ(ρι)ες Αριστεροί-ες [Linksradikalen] και οι Αουτονόμεν [Autonomen], το αντίστοιχο του δικού μας «ο χώρος». Ένα εύρος θεμάτων παρουσιάζεται: από τις καταλήψεις άδειων σπιτιών και τον αντιπυρηνικό αγώνα, τον αντιφασισμό και τους φεμινισμούς, την αντικουλτούρα και την αφομοίωση, έως τον αντιρατσισμό, τους εργατικούς αγώνες και το αντάρτικο πόλης. Όλες αυτές οι σημαντικές ιστορίες από τη γερμανική γεωγραφία, σε πολλές περιπτώσεις περιπετειώδεις και επικές, εξαντλούνται εντός των ορίων της τότε Δυτικής Γερμανίας. Τα κινηματικά νέα από το κράτος της Ανατολικής Γερμανίας ήταν απειροελάχιστα. Γιατί συνέβαινε αυτό;

Είναι γεγονός ότι ο στόχος της πρωτότυπης γερμανικής έκδοσης δεν ήταν να απαντήσει στο παραπάνω ερώτημα. Βέβαια, μια προσεκτική αναγνώστρια θα ξεχωρίσει −ανάμεσα στα περιστατικά ακροδεξιάς βίας που παρατίθενται− ποιοτικά στοιχεία που φωτίζουν τις γενικές κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας [DDR]. Ο στόχος των συντακτών υπήρξε η υπηρέτηση μιας μακράς παράδοσης του γερμανόφωνου κινήματος, σχετικά με την ιστορική καταγραφή και την ενδελεχή έρευνα, γύρω από ζητήματα που «καίνε» την κινηματική σκηνή. Θελήσανε να προσφέρουνε ένα εργαλείο μνήμης –σύμφωνο με τα όρια της τωρινής φάσης ανάπτυξης των εκεί αντιστάσεων− σε όσες-ους καταπιάνονται με τον αντιφασισμό, εντός των ομολογουμένως δύσκολων συνθηκών που παρουσιάζουν οι περιοχές της σημερινής ανατολικής Γερμανίας. Ένα εφόδιο για τα δρώντα υποκείμενα του κοινωνικού-ταξικού ανταγωνισμού και τις συλλογικότητές τους, το οποίο αποκαλύπτει τη γενεαλογία και τις λειτουργίες του ρατσισμού στις εν λόγω περιοχές, αλλά και την καταγωγή των νεοναζιστικών οργανώσεων, τις σχέσεις κράτους και φασιστών, ή ακόμη και την ιστορική διαδρομή των φυσικών προσώπων μέσα στην ακροδεξιά σκηνή. Αναπόφευκτα αναρωτηθήκαμε: διαθέτουμε στο ελλαδικό κίνημα τέτοιες ερευνητικές δουλειές, από το κίνημα για το κίνημα; Γνωρίζουμε σε κάθε πόλη και σε κάθε γειτονιά τις μάχες που δόθηκαν ανά τα έτη με τους υμνητές του φασισμού; Ενημερώνουμε τακτικά το χρονολόγιο αυτού του αγώνα; Ή μήπως τα περισσότερα «διαγράφονται» μετά την αφυπηρέτηση της γενιάς που έδωσε τις μάχες;

Δικαίως κάποιος θα παρατηρούσε πως η εν λόγω έκδοση θα είχε, πιθανά, περιορισμένη χρησιμότητα στο ελληνόφωνο κοινό. Εμείς, απεναντίας, παίρνοντας στα χέρια μας το πρωτότυπο πόνημα, από κάποιον πάγκο στο Βαλκανικό Αναρχικό Φεστιβάλ Βιβλίου της Λιουμπλιάνα το 2023, βυθιστήκαμε σε ερωτήματα με τα οποία έχουμε καταπιαστεί στη διάρκεια της συμμετοχής μας σε αντιφασιστικές ομάδες. Αν και η γεωγραφική απόσταση ήταν μεγάλη, τα συμβάντα που περιγράφονταν μέσα στις σελίδες είχανε ευθεία αναλογία με τη δική μας πολιτική εμπειρία. Ας μοιραστούμε κάποια από αυτά τα ερωτήματα, τα οποία καλό θα ήταν να κρατάει ο αναγνώστης στις αποσκευές του όσο «ταξιδεύει» στις άσημες πόλεις της ανατολικής Γερμανίας.

Η εν ελλάδι ακροδεξιά βία των Μακεδονικών Συλλαλητηρίων του 1992 και του 2018 είναι τελικά μοναδικό/τοπικό φαινόμενο; Πώς σχετίζεται αυτή η βία με την αλλαγή συνόρων και την επέκταση της ισχύος ενός κράτους εις βάρους ενός άλλου; Εν προκειμένω, η νικήτρια του Ψυχρού Πολέμου Δυτ. Γερμανία σε σχέση με την ηττημένη Αν. Γερμανία, πώς χρησιμοποιεί τον παράγοντα της «λαϊκής κινητοποίησης» στις διαπραγματεύσεις των νέων ισορροπιών δύναμης; Τα περιβάλλοντα εθνικής/πατριωτικής ανάτασης, πόσο κατάλληλα είναι για άσκηση ακροδεξιάς βίας; Η βία των φασιστών αποτελεί παραφωνία των κρατικά/παρακρατικά οργανωμένων εορτών ή απαραίτητο συμπλήρωμα καταστολής; Οι επιθέσεις κατά της κατάληψης Λέλας Καραγιάννη και της κατειλημμένης ΑΣΟΕΕ τον Δεκέμβριο του 1992 ή ο εμπρησμός της κατάληψης Libertatia το 2018, πόσο χρήσιμα υπήρξαν για τις κρατικές Αρχές, συγκρινόμενες με την επίθεση στον κατειλημμένο μύλο του Κέτσαουερ στο Τσέρμπστ [Zerbst]; Η ακροδεξιά βία του πεζοδρομίου επηρεάζει την πειθάρχηση των μεταναστ(ρι)ών εργατ(ρι)ών; Η επίθεση κατά συμβασιούχων εργατ(ρι)ών από τη Μοζαμβίκη της αυτοκινητοβιομηχανίας του Άιζεναχ [Eisenach] τον Οκτώβριο του 1990, αυτή εναντίον μεταναστών εργατών από την Αλβανία στο Κριεκούκι Θήβας τον Μάιο του 1993 ή η περίπτωση των εργατών γης στη Μανωλάδα του 2008, πώς σχετίζονται με την αόρατη και παρανομοποιημένη εργασία; Τα «οικονομικά θαύματα» του εκάστοτε εθνικού καπιταλισμού, αντλούν υπηρεσίες από τη δραστηριότητα των φασιστών; Το αντίπαλο δέος στην έννοια του «λαού», την οποία τα σοσιαλιστικά καθεστώτα είχανε να αντιτάξουνε στην έννοια του «έθνος» των δυτικών κρατών, τί πραγματικά γέννησε; Τελικά διέφεραν αυτές οι δυο έννοιες από άποψη πολιτικής λειτουργίας και χρησιμότητας; Οι συντρόφισσες-οι από τα Βαλκάνια, πώς αντιμετωπίζουν αυτή την πολιτι(σμι)κή κληρονομιά και γιατί οι κοινωνίες τους κυριαρχούνται σήμερα από ακροδεξιές ιδέες;

Η Ημέρα της Επανένωσης αποτελεί πλέον επίσημη εθνική εορτή για την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας [BRD], η οποία εορτάζεται κάθε 3η του Οκτωβρίου με εκθέσεις, events, συναυλίες, ομιλίες, φεστιβάλ κ.λπ. Για λόγους που αφορούνε στο πολεμικό παρελθόν της χώρας, το μενού δεν περιλαμβάνει μαθητικές και στρατιωτικές παρελάσεις προς τόνωση του πατριωτικού φρονήματος. Ο πρώτος επίσημος εορτασμός του 1990 –εκτός από αφορμή για το ξέσπασμα νεοναζιστικής βίας σε πάμπολλα σημεία της ενοποιημένης επικράτειας, κυρίως της ανατολικής− υπήρξε το σημείο κορύφωσης οικονομικών, νομισματικών και πολιτικών διεργασιών που εκκίνησαν με την Πτώση του Τείχους στις 09 Νοεμβρίου 1989. Έχοντας την πεποίθηση πως οι γλώσσες των αφεντικών είναι παρελκυστικές γλώσσες, θεωρούμε πως η λέξη «επανένωση» δεν επιλέχτηκε τυχαία από τους κρατούντες. Υπονοεί πως το διαμελισμένο σώμα του άλλοτε κραταιού Ράιχ παίρνει εκ νέου την ιστορική του υπόσταση ή πως η διάσπαρτη γερμανική οικογένεια ξαναμπαίνει κάτω από την ίδια στέγη. Τα αλυτρωτικά στερεότυπα κυριαρχούν, όπως και η ιδέα της γεωγραφικής ολοκλήρωσης, όλα τους απαραίτητη καύσιμη ύλη για την κατεργασία του κράματος της νέας εθνικής κοινότητας.

Όμως, η λέξη «επανένωση» δεν περιγράφει επακριβώς την ιστορική πραγματικότητα. Απαλλαγμένες από τις συναισθηματικές αγκυλώσεις που επιφέρει η πατριωτική ιστοριογραφία, υποστηρίζουμε πως αυτό που συνέβη ήταν η επέκταση μιας νικήτριας χώρας στα εδάφη μιας ηττημένης, η συνθηκολόγηση της δεύτερης στους όρους της πρώτης, η απορρόφηση των παραγωγικών της δυνατοτήτων, η ενσωμάτωση των θεσμών και των δομών της, η ένταξη του πληθυσμού και της αγοράς της. Με την Πτώση του Τείχους τα αφεντικά της BRD απέκτησαν πρόσβαση στις παραγωγικές δυνάμεις και τις καταναλωτικές δυνατότητες ενός πληθυσμού περίπου 16 εκ., ο οποίος προστέθηκε στον ήδη υφιστάμενο των περίπου 64 εκ. Περίπου 109 χιλ. τετραγωνικά χιλιόμετρα γης προστέθηκαν στα 249 χιλ. προϋπάρχοντα. Ορυχεία, καλλιεργήσιμες εκτάσεις, κτίρια, οικόπεδα, δίκτυα σιδηροτροχιών, υποδομές ρεύματος και νερού, φράγματα, εργοστάσια, κατοικίες, μηχανολογικός εξοπλισμός, οχήματα, αεροδρόμια και λιμάνια μπορούσαν πλέον να εκμεταλλεύονται με βάση το παραγωγικό μοντέλο και τις οικονομικές σχέσεις που ίσχυαν στη νικήτρια χώρα. Ειδικά το λιμάνι του Ρόστοκ, με την πρόσβαση του στη θάλασσα της Βαλτικής, έδωσε νέο γεωπολιτικό αέρα. Μια ολόκληρη αγορά –και δεν μιλάμε μόνο για το περίπλοκο ζήτημα των κρατικά ελεγχόμενων κατοικιών και το περιουσιολόγιο− έπρεπε να αναδιαρθρωθεί με βάση τα πρότυπα και το νόμισμα της νικήτριας χώρας. Η κατάκτηση νέων εδαφών άνευ κηρυγμένου πολέμου θα πρέπει να γιορτάστηκε με δέοντα τρόπο από τα οικονομικά και πολιτικά επιτελεία των νικητών!

Οι μετανάστ(ρι)ες και οι αντιφασίστ(ρι)ες των σελίδων που ακολουθούν παλεύουν να υπάρξουν μέσα σε αυτό το περιβάλλον∙ της μετάβασης των εξουσιών όπου οι ανατολικοί θεσμοί δεν έχουν απορροφηθεί πλήρως (δες π.χ. τη λειτουργία της Λαϊκής Αστυνομίας), του εθνικιστικού ντελίριου όπου οι παγγερμανιστές ονειρεύονται την αποκατάσταση του «ζωτικού χώρου» [Lebensraum] και οι νεοναζί την εγκαθίδρυση του 4ου Ράιχ, του ανατέλλοντος φιλελεύθερου καπιταλισμού όπου τα αφεντικά τρίβουν τα χέρια τους. Το βιβλίο δεν καταγράφει τις απαντήσεις τους, τη δράση τους και τις μορφές οργάνωσής τους. Αυτό, προφανώς, είναι δουλειά άλλων εκδόσεων.[1]

Για τη μετάφραση χρησιμοποιήθηκε η δεύτερη έκδοση, του 2022. Ευχαριστούμε τις Τίνα, Μαρίνα, Όλια και Τζοβάνα για το σύνολο του μεταφραστικού έργου. Όπου κρίναμε απαραίτητο προσθέσαμε δικές μας υποσημειώσεις, με την σχετική ένδειξη «Σ.τ.Μ.». Όπου οι λέξεις «Ανατολική» και «Δυτική» γράφονται µε κεφαλαίο το πρώτο γράµµα, αναφερόµαστε στα αντίστοιχα κράτη. Όπου γράφονται µε πεζό, στις γεωγραφικές περιοχές. Διατηρήσαμε συνειδητά το κεφάλαιο «Χρονικό νεοναζιστικής βίας» ως υπενθύμιση μιας εργασίας που εκκρεμεί να γίνει από το εγχώριο αντιφασιστικό κίνημα: την καταγραφή του πλήρους χρονικού των γεγονότων του αντιαλβανικού πογκρόμ της 4ης Οκτωβρίου 2004. Προσθέσαμε ένα παράρτημα γραμμένο από μια Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης, τόσο για να εξηγήσουμε τον σκοπό για τον οποίο συλλέγει χρήματα η έκδοση, όσο −κυρίως− για να αναδείξουμε πως στην περιοχή της ανατολικής Γερμανίας υπάρχουν σήμερα οργανωμένοι και αποφασισμένοι άνθρωποι που υψώνουν συμπαγή αναχώματα στον φασισμό.

Μετά την κάλυψη των εκτυπωτικών εξόδων τα συλλεχθέντα χρήµατα θα αποδοθούν σε δικαστικά έξοδα αντιφασιστ(ρι)ών από την αν. Γερµανία για την υπόθεση Antifa Ost – Verfahren, όπως περιγράφεται στο παράρτημα.

Καλή ανάγνωση

…και ξύλο στους φασίστες!

[1] Ίσως το πληρέστερο βιβλίο για την αντιφασιστική κινητοποίηση στις ανατολικές περιοχές της Γερμανίας, ακόμη αμετάφραστο στα ελληνικά: Jänicke Christin, Paul-Siewert Benjamin (επιµ.), 30 Jahre Antifa in Ostdeutschland. Perspektiven auf eine eigenständige Bewegung [30 χρόνια Αντίφα στην ανατολική Γερµανία. Προοπτικές για ένα αυτόνομο κίνηµα],  εκδ. Westfälisches Dampfboot, 2019. Ηλεκτρονικό αρχείο για την αντιφασιστική κινητοποίηση και τη νεοναζιστική παρουσία στα εδάφη της DDR, διαθέσιμο στο: www.antifa-nazis-ddr.de